21.9 C
Paphos
Monday, May 6, 2024

Το συννεφάκι και το άλογο- Εικονογραφημένο παραμύθι από την Βασιλική Νεοφύτου

Ήταν ένα συννεφάκι, όμορφο και ζωηρό, που ξεχώριζε από τα άλλα. Αυτό δεν ησύχαζε, μέχρι να τα μάθει όλα. Πετούσε πολλές φορές χαμηλά, γιατί ήθελε να εξερευνήσει την γη. Τα μεγάλα σύννεφα το προειδοποιούσαν να μην κατεβαίνει τόσο, επειδή θα μετατρεπόταν σε βροχή και θα χανόταν στο χώμα.
Το συννεφάκι όμως ήθελε να επισκεφτεί την γη και να γνωρίσει από κοντά τους κατοίκους της. Έτσι κατέβαινε όσο πιο χαμηλά μπορούσε και κοίταζε τους ανθρώπους, τα ζώα και την φύση .

Μια μέρα κατόρθωσε να κοντέψει μια ολοπράσινη βουνοκορφή, όπου έβοσκαν άλογα. Πλησίασε ένα και το ρώτησε ζωηρά:

  • Τι είσαι εσύ;
    Kαι αυτό απάντησε:
  • Άλογο, και ζω εδώ με την οικογένεια μου. Εσύ πρέπει να είσαι σύννεφο από αυτά που βλέπω στον ουρανό.
    Το σύννεφο θαύμασε το άλογο και του πρότεινε να γίνουν φίλοι. Αυτό χλιμίντρισε χαρούμενα κουνώντας το κεφάλι του και ρώτησε:
  • Εσύ, πως τα κατάφερες να κατεβείς εδώ, έτσι ανάλαφρο που είσαι;
  • Tι να σου πως.
  • Προσπάθησα πολλές φορές προηγουμένως , αλλά πλησιάζει τη γη μόνο για λίγο.

Και όταν αισθανόμουν ότι θα γινόμουν βροχή παρακαλούσα τον άνεμο να με πάρει ψηλά. Σήμερα όμως για πρώτη φορά νιώθω ότι θα παραμείνω για πολύ εδώ και αυτό με ενθουσιάζει.
Δεν πρόλαβε όμως να εκφράσει την χαρά του και ο άνεμος το σήκωσε ψηλά. Και όταν βρέθηκε στον ουρανό τον ρώτησε απορημένο :

Η ταχύτητα σκοτώνει
  • Γιατί με τράβηξες τόσο απότομα, αφού δεν υπήρχε κίνδυνος να μετατραπώ σε βροχή;
  • Είμαι ο άνεμος της ζωής και σε σήκωσα ψηλά για κάποιον άλλο λόγο που θα μάθεις αργότερα.

Μετά πέταξε προς το άλογο και του είπε τα ίδια πράγματα. Στις επόμενες μέρες το σύννεφο έκανε πάλι προσπάθειες να κοντέψει το άλογο, όμως δεν τα κατάφερε. Στεναχωρέθηκε και για πρώτη φορά αισθάνθηκε υγρά τα μάτια του. Δάκρυα πόνου έσταξαν και κύλησαν κάτω.
Ο άνεμος τα κατεύθυνε προς το μέτωπο του αλόγου . Αυτό ένιωσε τις ζεστές σταγόνες και κοίταξε προς τα πάνω. Αντίκρισε τον φίλο του γκρίζο και σκυθρωπό, και αμέσως πήδηξε προς τον ουρανό, αλλά το βάρος του, δεν το άφησε να απογειωθεί. Οι δύο φίλοι λυπημένοι για την απόσταση που τους χώριζε έκλαψαν, μέχρι που ο άνεμος τους λυπήθηκε και τους νανούρισε με μελωδικούς ήχους.

Εκείνο το βράδυ το άλογο άρχισε να ονειρεύεται ότι γινόταν ανάλαφρο. Μια δύναμη το ανέβασε στα ουράνια και αυτό έβλεπε σαστισμένο την βουνοκορφή να μικραίνει.
Σε λίγο είδε τον φίλο του το σύννεφο. Όρμησε πάνω του και τα δύο φιλαράκια έσμιξαν σε μια γλυκιά αγκαλιά.

Ο ουράνιος θώλος με τα αστέρια του λαμπύρισε από χαρά, ενώ το φεγγάρι αναβοέσβησε παιχνιδιάρικα. Όλα γύρω έμοιαζαν παραμυθένια. Το σύννεφο και το άλογο δεν χόρταιναν την παρέα τους.

Κατά τα χαράματα, όταν ο ήλιος άρχισε να απλώνει το φως του, το άλογο ξύπνησε στην βουνοκορφή. Αυτήν την φορά ένιωθε η χαρά να το πλημμυρίζει και όταν κοίταξε προς τα πάνω, είδε το φιλαράκι του το σύννεφο ολόασπρο και όχι γκρίζο όπως ήταν την προηγούμενη μέρα.

Ευχαριστήθηκε και χλιμίντρισε χαρούμενο. Ακολούθησαν μετά πολλές ονειρικές, μαγικές συναντήσεις.
Το σύννεφο όμως συνέχισε να σκέφτεται πώς να βρεθεί μαζί του όπως παλιά και μια μέρα φώναξε τον άνεμο:
-Ανέμε, μεγαλοδύναμε, δεν με παίρνεις κοντά στο άλογο, να παίξουμε μαζί;
-Θα σε πάρω αφού το θέλεις τόσο, φτάνει όμως και εσύ να είσαι έτοιμο να υποστείς μια μεταμόρφωση.
-Θα με μεταμορφώσεις σε βροχή;
-Σε κάτι πολύ πιο ωραίο. Είσαι ετοιμο;
-Είμαι έτοιμο, πανέτοιμο, πάρε με γρήγορα στο άλογο.

Αμέσως ο άνεμος έγινε κρύος. Το σύννεφο άρχισε να κρυσταλλίζει και να σκορπίζει σε μυριάδες χιονονυφάδες. Και αυτές σαν τα πούπουλα λικνίζονταν στον αέρα. Σιγά-σιγά έπεφταν στην γη και αυτή έγινε ολόασπρη. Τριγύρω ακούστηκαν χαρούμενες φωνές και γέλια. Ήταν τα παιδιά που έτρεχαν και ετοίμαζαν τον χιονάνθρωπο. Όταν τον έκαναν, αυτός άνοιξε τα μάτια του και ενθουσιάστηκε με το τοπίο. Μα περισσότερο με το θέαμα του άσπρου αλόγου, του φίλου του, με τον οποίο έπιασαν αμέσως κουβέντα.
Οι χειμωνιάτικες μέρες έτρεχαν γρήγορα και χαρούμενα για όλους. Τότε ξαναήρθε ο άνεμος, αυτήν την φορά πιο ζεστός, πλησίασε τα φιλαράκια, ξηρόβηξε και ειπε:
-Αγαπητοί μου, όπου νάναι έρχεται η Ανοιξη και αυτό σημαίνει ότι θα λιώσουν τα χιόνια.
Ο χιονάνθρωπος ρώτησε ξαφνιασμένος:
-Δηλαδή θα λιώσω και εγώ και θα χαθώ στο χώμα;
-Θα λιώσεις και εσύ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα χαθείς.
-Και τι θα απογινω;
-Θα δεις, μην φοβάσαι. Να είσαι γενναίος και να μου έχεις εμπιστοσύνη όπως μου είχες ως τώρα.
Η Άνοιξη δεν άργησε να φανεί και να ζεστάνει την φύση. Ο χιονάνθρωπος έλιωσε σταγόνα – σταγόνα και κύλησε σαν μικρό ρυάκι. Στο διάβα του συνάντησε και άλλα ποταμάκια. Τότε άρχισε να συμβαίνει ένα θαύμα. Η ζέστη του ήλιου τα εξάτμισε και τα μετάτρεψε σε σύννεφα.

Δίχως να καταλάβει πώς, το σύννεφο ξαναπήρε την αρχική του μορφή και τώρα πετούσε στον ουρανό. Τότε παρακάλεσε τον άνεμο της ζωής πάλι να το κατεβάσει στον φίλο του το άλογο. Και όταν έγινε αυτό, το συννεφάκι το αγκάλιασε αμέσως. Ο άνεμος έβλεπε τα δύο φιλαράκια ευτυχισμένα και χαρούμενος χοροπηδούσε τριγύρω. Η φύση ζούσε την αναγέννησή της σε όλο της το μεγαλείο. Το άλογο και το σύννεφο ευγνωμονούσαν τον άνεμο που τους έσμιξε και τους έκανε φίλους αχώριστους και παντοτινούς.

Support Local Business

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ