Αν εκείνος ο όλμος έσκαγε λίγο πιο κοντά, σήμερα ο Κώστας θα ήταν ένας ακόμη ήρωας πεσών του 74 και όλοι αυτοί που τον ταλαιπωρούν, παραπέμποντας το πρόβλημα από μέρα σε μέρα και από χρόνο σε χρόνο, πιθανότατα θα κόρδωναν μπροστά στις κάμερες για να αποθέσουν στεφάνι στην μνήμη του. Τους καλούμε να επιδείξουν την όποια ευαισθησία τούς απέμεινε και να αποκαταστήσουν μια αδικία που συντελείται εδώ και χρόνια σε βάρος ενός δικαιούχου, τουρκοκυπριακού σπιτιού, με τα κριτήρια εξάλλου που οι ίδιοι έθεσαν. Ας αντιληφθούν πως αυτός που στέκει απέναντι τους, δεν είναι απλά ο αριθμός μιας ακόμη υπόθεσης που εξετάζεται, αλλά ένας άνθρωπος με αληθινό πρόσωπο και ψυχή.
Της Λένιας Τσαδιώτου
Ο τραυματισμός…
«Η ιστορία μου ξεκινά το 1974, όταν ήμουν στρατιώτης. Μέσα στον πόλεμο και συγκεκριμένα στο Μούτταλλο, τραυματίσθηκα από όλμο που εξερράγη ακριβώς δίπλα μου. Είχα τραύματα σε όλο μου το σώμα και χρειάστηκαν έντεκα μήνες νοσηλείας για να αρχίσω να αναρρώνω. Ποτέ όμως δεν θα ήμουν ξανά ο ίδιος, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Ήμουν παιδί μιας πάμφτωχης πολυμελούς οικογένειας και ο τραυματισμός μου ήταν μια δοκιμασία για όλους μας. Είχα τελειώσει το πρακτικό του Α΄Λυκείου, και ονειρευόμουν να σπουδάσω γιατρός. Με τον τραυματισμό μου όλα μου τα όνειρα έμειναν μετέωρα. Ακόμη και μετά που ανάρρωσα λίγο, πάθαινα κρίσεις πανικού τόσο από το σοκ όσο και από τις απανωτές εγχειρήσεις και θεραπείες. Στα είκοσι μου χρόνια, αποφάσισα να φύγω για την Αγγλία, και αυτό έκανα. Βρέθηκα λοιπόν μόνος στην Αγγλία, χωρίς λεφτά και χωρίς να χω κάποιον δικό μου άνθρωπο. Κοιμήθηκα στους δρόμους, κάτω από χιόνια και βροχές αλλά ήμουν αποφασισμένος να μείνω εκεί.
Σε κάποια στιγμή, επειδή δεν είχα άδεια παραμονής, με συνέλαβαν και με έβαλαν στη φυλακή για 3 μήνες, μαζί με τους χειρότερους εγκληματίες. Στο μεταξύ όμως γνώρισα μια αγγλίδα, την μετέπειτα γυναίκα μου, παντρευτήκαμε και έτσι έμεινα μόνιμα πλέον στην Αγγλία. Αποκτήσαμε δύο παιδιά. Βρήκα δουλειά ως επιστάτης σε σχολείο και συνέχισα να δουλεύω μέχρι το 2002, οπότε με την αφυπηρέτησή μου, αποφάσισα να επιστρέψω στην Κύπρο, για να είμαι κοντά στην άρρωστη μητέρα μου. Είχα στο μεταξύ χωρίσει με τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου μεγάλωσαν και αποκαταστήθηκαν εκεί και έτσι επέστρεψα μόνος.
Το 2006, κάποιος φίλος με συμβούλεψε να αποταθώ στην Υπηρεσία Διαχείρισης τουρκοκυπριακών σπιτιών και να αιτηθώ σπίτι, αφού ως τραυματίας πολέμου ήμουν δικαιούχος. ‘Ετσι και έκανα. Αιτήθηκα σπίτι και για τρία χρόνια με ταλαιπωρούσαν πήγαινε –έλα, μέχρι να αποφασίσουν να μου δώσουν σπίτι. Όταν το είδα για πρώτη φορά, σοκαρίστηκα. Χωρίς πόρτες χωρίς παράθυρα, κανονικό ερείπιο.. Δεν θα ξεχάσω λειτουργό της υπηρεσίας που μου είπε «εν καλό σου, εν τζιαι πολλύ σου…». Με έκαναν να νιώθω ότι ζητιάνευα. Η πίκρα μου ήταν απερίγραπτη. Με τα πολλά όμως, μου το έφτιαξαν όπως- όπως και μπήκα μέσα. Έκανα πολλά προσωπικά έξοδα μέσα, εξοπλισμό, έπιπλα κλπ. Παράλληλα δούλευα par time δεξιά αριστερά, γκαρσόνι, καφετζιής κλπ και τα έβγαζα πέρα κουτσά στραβά.
Εκείνη την περίοδο γνώρισα μια ιρλανδέζα η οποία και με φιλοξένησε στο σπίτι της στην Ιρλανδία, για διακοπές. Εκεί διαγνώσθηκα με επιθετικό καρκίνο του προστάτη και ήμουν πολύ τυχερός που έπεσα στα χέρια ενός κορυφαίου ιρλανδού γιατρού, στον οποίο χρωστώ τη ζωή μου. Κι ενώ εγώ πάλευα για τη ζωή μου στην Ιρλανδία, το σπίτι μου στο Μούτταλο, το κατέλαβαν κάποιοι άλλοι, οι οποίοι οικειοποιήθηκαν τα πράγματά μου, πέταξαν τις προσωπικές μου φωτογραφίες και έγγραφα, ακόμη και τα χρυσαφικά μου δεν τα ξανάδα. Εκείνο το διάστημα ήμουν πολύ άρρωστος για να επιστρέψω, αφού ακόμη συνεχιζόταν η θεραπεία μου.
Το 2018, αφού είχα αναρρώσει αρκετά για να ταξιδέψω, επέστρεψα για να διαπιστώσω με έκπληξή μου, ότι το σπίτι μου κατοικείτο από άλλη οικογένεια και τα πράγματά μου είχαν κάνει φτερά. Παρόλο που κατάγγειλα την υπόθεση στην αστυνομία, δεν φαίνεται να συγκινήθηκαν αφού δύο χρόνια μετά, καμιά εξέλιξη δεν υπήρξε. Όλο εκείνο το διάστημα εγώ συνέχιζα να πληρώνω τους φόρους μου, δημοτικούς και άλλους, χωρίς να ξέρω ότι το σπίτι πια δεν μου ανήκει.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει όλη μέρα και όλη νύχτα, από τη βεβήλωση που υπέστη το σπίτι μου και κατ΄επέκτασην ο κόσμος μου. Έκτοτε ξεκίνησε και ο δεύτερος γολγοθάς μου, ο οποίος συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Σε επικοινωνία με την Υπηρεσία Μερίμνης και Διαχείρισης τ/κών περιουσιών, εισέπραξα μόνο δικαιολογίες και υποσχέσεις, του τύπου, ‘θα δούμε τι θα κάνουμε, θα σου βρούμε άλλο σπίτι κλπ.
Δεν είμαι ούτε ζητιάνος ούτε αλήτης. Το μόνο που ζητώ είναι ένα αξιοπρεπές σπίτι να μένω, όπως και δικαιούμαι. Σημειώστε δε, ότι πλήρωσα πολλά λεφτά σε ξενοδοχεία για να μην μείνω στο δρόμο. Η πιο πρόσφατη δέσμευσή τους ήταν ότι σύντομα θα μου βρουν ένα άλλο σπίτι και το μόνο που μου έδειξαν ήταν μια αποθήκη! Ακόμη περιμένω. Είμαι όμως αποφασισμένος να φτάσω στ άκρα. Θα πρέπει να ξέρουν ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την αξιοπρέπεια του, η οποία δεν εξαργυρώνεται».