Η «αθώα» κούρσα για τη δημιουργία εμβολίων, που άρχισε λίγο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, μπαίνει πλέον στην πραγματική της διάσταση. Ρωσία και Κίνα, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες, αφήνουν κατά μέρος την εσωστρέφεια και «μοιράζονται» με τον υπόλοιπο κόσμο τα δυσεύρετα εμβόλιά τους. Οι ενδεδυμένες με αλτρουισμό κινήσεις τους όμως δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως τέτοιες σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού θεωρούνται ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά.
Πίσω λοιπόν από αυτές τις αγαθοεργίες μαίνεται ένας πόλεμος επιρροής και εξασφάλισης πολιτικών ανταλλαγμάτων. Εν τη απουσία των ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα εκμεταλλεύονται αυτό το κενό και επεκτείνουν την επιρροή τους μέσω των εμβολίων σε ολόκληρο τον κόσμο, φτάνοντας μάλιστα λίγο έξω από την «πόρτα» της υπερδύναμης, η οποία παραμένει προσανατολισμένη σε αυτό το στάδιο σε μια εθνική στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας. Στη Γηραιά Ήπειρο δε, μια χώρα, έχοντας στο πλευρό της τη Μόσχα και το Πεκίνο, δείχνει έναν εναλλακτικό δρόμο για επιτάχυνση της εμβολιαστικής κάλυψης.
Ρωσικά και κινεζικά εμβόλια επιρροής στον δυτικό κόσμο
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αύξησης επιρροής της Ρωσίας μέσω των εμβολίων καταγράφεται -καθόλου τυχαία- στη «γειτονιά» των ΗΠΑ και συγκεκριμένα στη Λατινική Αμερική.
Αμέσως μετά την πώληση 5,2 εκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου Sputnik V, ο Πούτιν επικοινώνησε με τον πρόεδρο της Βολιβίας, Luis Arce, για να συζητήσει μαζί του διάφορα θέματα, μέσα στα οποία ήταν η κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού και τα αποθέματα φυσικού αερίου.
Η Αλγερία δεν πλήρωσε ούτε σεντ για τα κινεζικά εμβόλια που έφτασαν στη χώρα τον Μάρτιο. Εντούτοις, πρόσφερε την υποστήριξή της στο Πεκίνο σε «βασικά ζητήματα» και καταδίκασε τη διεθνή ανάμειξη στα «εσωτερικά του ζητήματα». Με άλλα λόγια, αντάλλαξε τα εμβόλια με στήριξη της Κίνας υπέρ του κρίσιμου ζητήματα του Χονγκ Κονγκ.
Ειδικοί βλέπουν ότι η στρατηγική της πώλησης ή της δωρεάς εμβολίων σε άλλες χώρες που ακολουθούν Ρωσία και Κίνα έχει αρχίσει να αποδίδει, καθώς δίνει άλλη δυναμική στις διεθνείς σχέσεις και τους επιτρέπει να διευρύνουν την επιρροή τους σε όλον τον κόσμο. Μάλιστα, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ειδικά για τις ΗΠΑ, οι οποίες προς το παρόν φαίνεται ότι δεν προτίθενται να συμμετάσχουν σε αυτήν την «κούρσα».
Ουσιαστικά αυτός είναι και ο λόγος της μεγάλης επιτυχίας των δύο αυτών χωρών, αφού οι ΗΠΑ και οι άλλες χώρες δεν δείχνουν ενδιαφέρον για να μπουν σε αυτό το παιχνίδι. Αντίθετα, οι δυτικές χώρες βρίσκονται σε μια διαδικασία «εσωστρέφειας», προσανατολισμένες στο να εμβολιάσουν τους δικούς τους πολίτες, παρακρατώντας έτσι τις περισσότερες δόσεις.
Από την άλλη κανείς δεν μπορεί αμφισβητήσει τις θετικές συνέπειες της αποστολής εμβολίων σε χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξασφάλισή τους. Απαντώντας στις επικρίσεις για τα ανταλλάγματα με την Κίνα, η Αλγερία υποστήριξε ότι «δεν μιλάμε για πωλήσεις οπλισμού, αλλά για κάτι που οι πολίτες σε όλον τον κόσμο χρειάζονται απεγνωσμένα». Από την πλευρά του το Πεκίνο θεωρεί ότι οι επικριτές υιοθετούν μια «στενόμυαλη» προσέγγιση, υπενθυμίζοντας τις δηλώσεις του Προέδρου της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, για «μετατροπή του εμβολίου σε ένα παγκόσμιο αγαθό». Με παρόμοιο τρόπο το Κρεμλίνο δικαιολόγησε τη στρατηγική του, ισχυριζόμενο ότι δίνει την ευκαιρία σε πιο φτωχές χώρες να σταματήσουν την πανδημία.
Τα εμβόλια σε αριθμούς
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλούνται αμερικανικά ΜΜΕ, η Κίνα από τις 250 εκατομμύρια δόσεις που έχει φτιάξει, έχει στείλει 118 εκατομμύρια σε 49 χώρες. Η Ρωσία έστειλε εμβόλια σε 22 διαφορετικές χώρες, ενώ η Ινδία έχει δωρίσει 64 εκατομμύρια εμβόλια από τα 150 εκατομμύρια που έχει παραγάγει.
Στην αντίπερα όχθη, οι ΗΠΑ έχουν διαμοιράσει πάνω από 200 εκατομμύρια δόσεις στον δικό τους πληθυσμό και έχουν υποσχεθεί να παράσχουν σε άλλες χώρες 60 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου της AstraZeneca, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν θα χρησιμοποιήσουν. Επίσης, η Ουάσιγκτον είχε ανακοινώσει συμφωνίες για την αποστολή 2,5 εκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου της AstraZeneca στο Μεξικό και 1,5 εκατομμυρίου στον Καναδά.
Σύμφωνα με αναλυτές, ο «εθνικισμός» των εμβολίων των δυτικών χωρών έχει δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχότερων χωρών, παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο την ιδανική ευκαιρία για το Πεκίνο και τη Μόσχα. Θεωρείται ότι τα εμβόλια των δύο αυτών χωρών δεν δόθηκαν ούτε τυχαία ούτε αλτρουιστικά, αλλά στοχευμένα σε περιοχές όπου υπήρχε σύγκρουση για εξασφάλιση περισσότερης επιρροής τα προηγούμενα χρόνια.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Αίγυπτος, η οποία λαμβάνει βοήθεια 1,3 δισεκατομμύρια από τις ΗΠΑ, αλλά βρίσκεται σε ρήξη με τη Δύση εξαιτίας του ζητήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Κάιρο έχει παραγγείλει δεκάδες χιλιάδες εμβόλια της Pfizer, της AstraZeneca, της Sinopharm και του Sputnik V. Εντούτοις, πρώτα έφθασαν τα εμβόλια από την Κίνα. Έτσι, δεν αποκλείεται οι άμεσες διανομές εμβολίων να κάνουν τα αυταρχικά μοντέλα της Ρωσίας και της Κίνας πιο ελκυστικά για τις χώρες που αυτήν τη στιγμή έχουν τεράστιες ανάγκες από αυτά τα αγαθά.
Η απραξία των ΗΠΑ
Πολλοί ειδικοί προειδοποιούν για τους κινδύνους της εσωστρεφούς πολιτικής των ΗΠΑ, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη ότι η Ρωσία και η Κίνα βρίσκονται έξω από την «πόρτα» τους, μοιράζοντας εμβόλια στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι ενώ η Κίνα ασκεί πιέσεις μέσω των εμβολίων σε κυβερνήσεις στο δυτικό ημισφαίριο, η διοίκηση Μπάιντεν αδιαφορεί για τη διπλωματία των εμβολίων με κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής. Στην αρχή της πανδημίας το Πεκίνο χρησιμοποίησε την ίδια τακτική με τους ιατρικούς εξοπλισμούς, αφού, σύμφωνα με τα αμερικανικά ΜΜΕ, ο Σι Τζινπίνγκ απείλησε τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ότι θα παρακρατούσε ιατρικές προμήθειες εάν δεν σταματούσε την κριτική του για την προέλευση και διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού.
Πάντως δεν προκαλεί έκπληξη ότι η «αρένα» άσκησης επιρροής είναι η καταδυναστευμένη από την πανδημία Λατινική Αμερική, της οποία η εξαιρετικά μεγάλη ανάγκη για εμβόλια ανοίγει την πόρτα σε Ρωσία και Κίνα για επικράτησή τους στην περιοχή.
Σύμφωνα με την Washington Post, στην Παραγουάη, η Κυβέρνηση δέχεται ισχυρές πολιτικές πιέσεις για να αποσύρει την αναγνώριση της Ταιβάν, ώστε να πάρει εμβόλια από την Κίνα. Χώρες της Λατινικής Αμερικής, που πρόσφατα «εγκατέλειψαν» την Ταϊβάν, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν τις δόσεις εμβολίων. Την ίδια ώρα η Κυβέρνησης της Βραζιλίας απέσυρε το μπλόκο στην κινεζική Huawei σε μια προσπάθεια να κερδίσει πίσω το Πεκίνο και τα εμβόλιά του.
Ενώ συμβαίνουν αυτά λίγο έξω από τις ΗΠΑ, ο Μπάιντεν παραμένει προσανατολισμένος στον εμβολιασμό των Αμερικανών πολιτών, με εξαίρεση τη χρηματοδότηση του διεθνούς προγράμματος Covax. Επίσης, ο νέος πλανητάρχης επεξεργάζεται ένα σχέδιο εξαγωγής περισσότερων εμβολίων, μόλις όμως εξασφαλίσει το αναμενόμενο πλεόνασμα η χώρα του.
Αμερικανοί αξιωματούχοι πάντως στηρίζουν αυτήν τη στρατηγική, ισχυριζόμενοι ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να κάνουν πολιτική με τα εμβόλια, επιλέγοντας νικητές και ηττημένους όπως κάνει η Κίνα. Μάλιστα, θεωρούν ότι οι υποσχέσεις του Πεκίνου για διανομή εκατομμυρίων δόσεων έχουν αρχίσει να αθετούνται και αναμένουν ότι αυτή η τακτική θα του γυρίσει μπούμερανγκ.
Από την άλλη, ειδικοί προειδοποιούν για τους κινδύνους αυτής της αισιόδοξης προσέγγισης, αφού βλέπουν ότι οι ισορροπίες αλλάζουν υπέρ της Κίνας και μπορεί να γίνουν μη αναστρέψιμες. Για παράδειγμα, εάν η Παραγουάη αποσύρει την αναγνώριση της Ταϊβάν, δεν θα υπάρχει επιστροφή. Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμάται η «κανονικοποίηση» της Ρωσίας και της Κίνας στην κοινή γνώμη των δυτικών δημοκρατιών.
Το «επιτυχημένο» παράδειγμα στην ΕΕ
Δίχως αμφιβολία οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, ελλείψει πόρων και πολιτικής ισχύος, παραμένουν εμβολιαστικά ανοχύρωτες. Αυτή είναι η περίπτωση για χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και της Ευρώπης.
Από την άλλη, μερικές χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης κατάφεραν να βρεθούν στην κορυφή της εμβολιαστικής κάλυψης, παρά τα προβλήματα που καταγράφονται στη Γηραιά Ήπειρο, όπως η δυσπιστία σχετικά με το εμβόλιο της AstraZeneca και της Johnson and Johnson.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ουγγαρία, η οποία ακολούθησε τον δικό της δρόμο συμπληρωματικά με το εμβολιαστικό πλάνο τής ΕΕ. Συγκεκριμένα, η Βουδαπέστη ενέκρινε περισσότερα εμβόλια και παρήγγειλε περισσότερες δόσεις από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τον ECDC, έχει ήδη χορηγήσει τουλάχιστον την πρώτη δόση στο 40,4% (πάνω από 2.000.000 δόσεις) του πληθυσμού της.
Τα μισά εμβόλια που χορήγησε ήταν από την εταιρεία Pfizer, ενώ γύρω στα 430.000 από την AstraZeneca ή τη Moderna. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 570.000 δόσεις (25% των εμβολίων) προέρχονται από μη αδειοδοτημένες από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) εταιρείες. Η Ουγγαρία, διαχωρίζοντας τη θέση της από το μπλοκ των 27, παρήγγειλε συνολικά δύο εκατομμύρια δόσεις του Sputnik V, ενώ για να κλείσει τα στόματα των επικριτών της δημοσίευσε αποτελέσματα των παρενεργειών από τους εμβολιασμούς στη χώρα, «καθαρίζοντας» το όνομα του ρωσικού εμβολίου.
Επιπρόσθετα, η Βουδαπέστη προχώρησε στην αγορά και στην τάχιστη έγκριση κάποιων εμβολίων από την Κίνα, πληρώνοντας 36 δολάρια για κάθε δόση στο Πεκίνο, το διπλάσια απ’ όσα έδωσε για το Sputnik V. Όμως, οι υψηλές τιμές των εμβολίων στη δεδομένη φάση της πανδημίας φαίνεται να μην έχουν σημασία, εάν υπάρχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, ο δρόμος που επέλεξε η Ουγγαρία σε συνδυασμό με την αποτυχία της ενιαίας εμβολιαστικής πολιτικής της ΕΕ, νομιμοποιεί τις πιο «εσωστρεφείς» πολιτικές της και δείχνει τον δρόμο που μπορούν να ακολουθήσουν οι υπόλοιπες χώρες του μπλοκ των 27 για να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο εμβολιαστικής κάλυψης.
Πηγή: Sigmalive/ Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Σημερίνη