Αφορμή για το θέμα αυτό η σημερινή (11-11-2024) συζήτηση που γίνεται για τον προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το 2025.
Το ζήτημα αυτό απασχόλησε κατ’ επανάληψη τόσο τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο (είχαν γίνει και σχετικές συνεδριάσεις την περίοδο 2020 – 2023) όσο και τους δικηγόρους αλλά βεβαίως και τα ίδια τα Δικαστήρια.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το θέμα της παροχής νομικής αρωγής από το κράτος – την αμοιβή δηλαδή του δικηγόρου του κατηγορούμενου/διάδικου την οποία θα πληρώσει το κράτος, ρυθμίζεται από τον Περί Νομικής Αρωγής Νόμο – Ν. 165(Ι)/2002.
Με την τροποποίηση που επήλθε με το Ν. 72(Ι)/2019, στις 21-05-2019 συνεπεία της Ποινικής Έφεσης Αρ. 243/2006, Ημερομηνίας 25-01-2008, (Ανδρέας Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Αρ. 1)), δεν υπάρχει πλέον περιορισμός ως προς το ύψος της προβλεπόμενης ποινής για το αδίκημα που ο κατηγορούμενος κατηγορείται, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνει όλα τα αδικήματα.
Πέραν των ποινικών υποθέσεων, ο πολίτης μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή του κράτους σε σχέση με την αμοιβή του δικηγόρου του και σε διαδικασίες Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θέματα Οικογενειακού δικαίου, διαδικασίας πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου και άλλα (Άρθρα 4 – 6ΣΤ του Ν. 165(Ι)/2002).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η Κυπριακή νομοθεσία και νομολογία όσο και αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ), είναι ευθυγραμμισμένη.
Το κράτος έχει και ευθύνη και υποχρέωση να διασφαλίζει ότι οι πολίτες του που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν για τις υπηρεσίες δικηγόρου, να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη μέσω μηχανισμού ο οποίος θα αναλαμβάνει την καταβολή της αμοιβής του δικηγόρου του πολίτη
Προϋπόθεση για ενεργοποίηση της διαδικασίας της νομικής αρωγής είναι:
1. Ο κατηγορούμενος/διάδικος να μην έχει την οικονομική δυνατότητα καταβολής της αμοιβής του δικηγόρου του, και
2. Να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι και απλές και ενέχουν το στοιχείο του δικαίου, με αποτέλεσμα να μην εμφανίζονται ιδιαίτερα προβλήματα κατά την εφαρμογή τους.
Αφού λοιπόν ο κατηγορούμενος/διάδικος υποβάλει το σχετικό αίτημα για παροχή νομικής αρωγής, και αφού αυτό εγκριθεί, το επόμενο που θα πρέπει να αποφασιστεί είναι ποιός δικηγόρος θα τον εκπροσωπήσει.
Το δικαίωμα κατηγορούμενου/διάδικου να έχει δικηγόρο της επιλογής του διασφαλίζεται τόσο από το Άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και από το Άρθρο 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην προκειμένη όμως περίπτωση, υπάρχει μια διαφοροποίηση. Δε μιλούμε για 1 κατηγορούμενο/διάδικο ο οποίος αποφασίζει να διορίσει και να πληρώσει ο ίδιος με δικά του έξοδα τον δικηγόρο τον οποίο θέλει να τον εκπροσωπήσει. Εδώ έχουμε να κάνουμε με χρήματα του κράτους τα οποία το κράτος διαθέτει προς το σκοπό μη αποστέρησης του δικαιώματος των πολιτών να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Και από τη στιγμή που η αμοιβή του δικηγόρου δεν καταβάλλεται από τον κατηγορούμενο/διάδικο αλλά από τους φόρους των πολιτών, ξεκάθαρα κατά τη δική μου γνώμη, το δικαίωμα του κατηγορούμενου/διάδικου να επιλέξει δικηγόρο της επιλογής του, προφανώς και δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτο αλλά να ορίζεται από πλαίσια.
Αριθμός αποφάσεων του Ε.Δ.Α.Δ. υιοθέτησαν την άποψη αυτή. Ότι δηλαδή από τη στιγμή που η αμοιβή του δικηγόρου καταβάλλεται από το κράτος, το δικαίωμα του κατηγορούμενου/διάδικου να επιλέξει το δικηγόρο της επιλογής του, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΟ.
Σχετική είναι η απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 6946/1975, Ημερομηνίας 06-07-1976, (X v Federal Republic of Germany), όπου λέχθηκαν τα εξής:
¨It is true that Article 6 (3) (c) of the Convention guarantees to everyone charged with a criminal offence the right to be defended through legal assistance of his own choosing or, if he has no sufficient means to pay for legal assistance, to be given it free of charge when the interests of justice so require .
However, according to the Commission’s case-law Article 6 (3) (c) does not guarantee the right to choose an official defence counsel who is appointed by the court (Dec. on admissibility of Application No . 646/59, Yearbook 3, p . 272 and No. 4338/69, Coll . 36, p . 79), nor does it guarantee a right to be consulted with regard to the choice of an official defence counsel . (Decision on admissibility of Application No. 1251/61, unpublished).¨
Στο ίδιο πλαίσιο και τα λεχθέντα στην Προσφυγή Αρ. 12152/1986, Ημερομηνίας 09-05-1989, (F v Switzerland), όπου λέχθηκαν τα εξής:
¨The Commission first of all recalls its case law to the effect that Article 6 para 3(c) does not guarantee the right to choose which defence counsel is to be appointed by the court any more than it guarantees the right to be consulted about the choice of officially appointed defence counsel (cf. No. 6946/75, Dec 6.7.1976, D.R. 6, p. 114).¨
Στη δε Προσφυγή Αρ. 13611/1988, Ημερομηνίας 25-09-1992, (Croissant v Germany), στην παράγραφο Αρ. 33 λέχθηκαν τα εξής:
¨Unlike the rights embodied in other provisions of Article 6 para. 3 (art. 6-3) (for example, sub-paragraph (e) (art. 6-3-e) – see the Luedicke, Belkacem and Koç v. Germany judgment of 28 November 1978, Series A no. 29, pp. 16-17, para. 40), the right to free legal assistance conferred by sub-paragraph (c) (art. 6-3-c) is not absolute; such assistance is to be provided only if the accused “has not sufficient means to pay”.¨
Στην Προσφυγή Αρ. 26891/1995, Ημερομηνίας 14-04-2003, (Lagerblom v Sweden), στην παράγραφο Αρ. 54 λέχθηκαν τα εξής:
¨It is true that Article 6 § 3 (c) entitles an accused to be defended by counsel “of his own choosing”. Nevertheless, and notwithstanding the importance of a relationship of confidence between lawyer and client, this right cannot be considered to be absolute. It is necessarily subject to certain limitations where free legal aid is concerned. When appointing defence counsel the courts must certainly have regard to the accused’s wishes but these can be overridden when there are relevant and sufficient grounds for holding that this is necessary in the interests of justice (see the Croissant v. Germany judgment cited above, p. 33, § 29).¨
Τέλος, στην Προσφυγή Αρ. 53590/1999, Ημερομηνίας 21-11-2020, (Ramon Franquesa Freixas v Spain), λέχθηκαν τα εξής σημαντικά:
¨The Court reiterates first that, according to the established case-law of the Convention institutions, Article 6 § 3 (c) does not guarantee the right to choose an official defence counsel who is appointed by the court, nor does it guarantee a right to be consulted with regard to the choice of an official defence counsel (see application no. 6946/75, Commission decision of 6 July 1976, Decisions and Reports (DR) 6, pp. 114-19, and application no. 12152/86, Commission decision of 9 May 1989, DR 61, p. 171).
The Convention is intended to guarantee not rights that are theoretical or illusory but rights that are practical and effective (see the Airey v. Ireland judgment of 9 October 1979, Series A no. 32, pp. 12-13, § 24). Accordingly, it is for the authorities empowered to grant free legal aid and to appoint a defence counsel to ensure that the latter can defend the accused effectively (see, mutatis mutandis, the Artico v. Italy judgment of 13 May 1980, Series A no. 37, pp. 15-16, § 33).¨
Σε σχέση δε με την Κυπριακή νομολογία, το ζήτημα αποφασίστηκε και εξετάστηκε στην Ποινική Έφεση Αρ. 6344, Ημερομηνίας 30-06-1997, (Ανδρέας Μανώλη Ονουφρίου ν Δημοκρατίας), όπου λέχθηκαν τα εξής σημαντικά:
¨Η εκπροσώπηση κατηγορούμενου από δικηγόρο είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα που κατοχυρώνεται μάλιστα και από το άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Varnava Fourri and Others v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 152, εκτός των περιπτώσεων όπου η δικηγορική αμοιβή θα πληρωθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, το άρθρο 6(3)(c) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι ουσιαστικά η διάταξη από την οποία προήλθε το Άρθρο 12.5(β) του δικού μας Συντάγματος, δεν εγγυάται σε κατηγορούμενο νομική εκπροσώπηση της δικής του επιλογής.¨
Ανάλογες απόψεις με αυτή στην Ονουφρίου εκφράστηκαν και στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 3879,3880 και 3881, Ημερομηνίας 26-08-1980, (Varnavas Christofi Fourri and Others v The Republic).
Σε σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα, αυτό το οποίο συμβαίνει είναι π.χ. 1 κατηγορούμενος να υποβάλει αίτηση για παροχή νομικής αρωγής και στη συνέχεια και αφού το αίτημα του εγκριθεί, αυτός να επιλέγει το δικηγόρο που επιθυμεί να τον εκπροσωπήσει.
Προσωπικά θεωρώ την τακτική αυτή λανθασμένη. Ο οποιοσδήποτε πολίτης έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια του κράτους για την αμοιβή του δικηγόρου του. Πλην όμως, από τη στιγμή που ο ίδιος δεν καταβάλει την αμοιβή του δικηγόρου του, αυτόματα περιορίζεται και το δικαίωμα του να επιλέξει αυτόν που επιθυμεί να τον εκπροσωπεί.
Και δεδομένου ότι το κονδύλι για την αμοιβή των δικηγόρων μέσω νομικής αρωγής προέρχεται από τα ταμεία του κράτους, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους επαγγελματίες δικηγόρους να μπορούν να πάρουν κομμάτι από αυτή την πίττα.
Εν κατακλείδι, θεωρώ πιο ορθό και πιο δίκαιο όπως υπάρχει αλφαβητική λίστα με τους δικηγόρους κάθε Επαρχίας, και με την έγκριση κάθε νομικής αρωγής στη συγκεκριμένη Επαρχία, ο κατηγορούμενος/διάδικος να ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να διορίσει δικηγόρο του, τον 1ο στην αλφαβητική λίστα, ή τον κάθε επόμενο σε περίπτωση που ο δικηγόρος αρνηθεί να αναλάβει την υπόθεση.
Θέμα νομοθετικής ρύθμισης του θέματος δεν τίθεται, καθ’ ότι τόσο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου αλλά και του Ε.Δ.Α.Δ. επιτρέπουν κάτι τέτοιο ακόμα και με την υφιστάμενη κατάσταση.
Με αυτό τον τρόπο θεωρώ ότι το κονδύλι για τις νομικές αρωγές θα μοιράζεται ισόνομα αλλά και οι κατηγορούμενοι/διάδικοι που επιθυμούν να διορίσουν δικηγόρο της επιλογής τους, να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τα έξοδα του δικηγόρου τους.
ΤΙ ΠΙΟ ΔΙΚΑΙΟ …
Σ. Ζαννούπας
11-11-2024