Στην εκτίμηση ότι η πανδημία συνέτεινε στον κοινωνικό αποκλεισμό των κατοίκων του Ακάμα, προέβη ο κοινοτάρχης Ίνειας.
Σε γραπτή του ανακοίνωση ο κοινοτάρχης Ίνειας, Γιάγκος Τσίβικος, ανέφερε πως «μετά από έναν χρόνο μπορούμε πλέον να πούμε με σιγουριά ότι η πανδημία επέφερε μεγάλο πλήγμα σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως».
Το βαρύτερο ωστόσο τίμημα, συνέχισε, το έχουν πληρώσει ομάδες του πληθυσμού που ήδη βίωναν κοινωνικό αποκλεισμό, όπως οι ηλικιωμένοι και οι άνθρωποι που ζουν σε απομακρυσμένες και απομονωμένες κοινότητες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των κοινοτήτων του Ακάμα, οι κάτοικοι των οποίων «ζουν εδώ και πολλά χρόνια στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, ενώ ο πληθυσμός τους αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ηλικιωμένους» είπε.
Επεσήμανε πως ο πληθυσμός των κοινοτήτων του Ακάμα ακολουθεί εδώ και τρεις δεκαετίες καθοδική πορεία, με τη νέα γενιά να εγκαταλείπει την περιοχή για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στα μεγάλα αστικά κέντρα και τον εναπομείναντα πληθυσμό να γερνά και να αργοπεθαίνει. Ειδικότερα, ο πληθυσμός των κοινοτήτων μειώθηκε κατά 41%, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού (2011), ενώ η θνησιμότητα κυμαίνεται σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα απ’ ό,τι οι γεννήσεις, συμπλήρωσε.
Η αδυναμία των εκάστοτε Κυβερνήσεων να αναχαιτίσουν το πρόβλημα, είχε ως αποτέλεσμα οι κοινότητες να αντιμετωπίζουν σήμερα σοβαρό πληθυσμιακό και δημογραφικό πρόβλημα και να απειλούνται από πλήρη ερήμωση, ανέφερε.
Ο κ. Τσίβικος σημείωσε πως στην περιοχή του Ακάμα «ζουν σε συνθήκες πανδημίας εδώ και πολλά χρόνια», με τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες των χωριών άδειες, τις θέσεις εργασίας μηδαμινές και τα σχολεία και τις οικογενειακές επιχειρήσεις να υπολειτουργούν ή να βάζουν λουκέτο. Ήταν αναμενόμενο, εκτίμησε, η πανδημία του κορωνοϊού να επισπεύσει τη φθίνουσα πορεία που ήδη ακολουθούσαν οι κοινότητες τους, δίνοντας τη χαριστική βολή στους κατοίκους της, οι οποίοι ζούσαν ήδη στο περιθώριο.
Πρόσθεσε πως με την εφαρμογή και παράταση των περιοριστικών μέτρων, οι κάτοικοι της περιοχής «στερήθηκαν τον μοναδικό τρόπο κοινωνικοποίησής τους, τις συναθροίσεις στα καφενεία, νιώθοντας ακόμη πιο βαθιά στο πετσί τους τη μοναξιά και την απομόνωση. Επίσης, μετά από έναν χρόνο πανδημίας, οι θέσεις εργασίας στην περιοχή έχουν περιοριστεί ακόμη περισσότερο, καθώς πολλές σχετίζονταν με τον τουριστικό τομέα».
Σύμφωνα με τον κ. Τσίβικο, μετά τη Δήλωση Πολιτικής το 1989, μεγάλες περιοχές του Ακάμα και τεράστιος αριθμός ιδιωτικών περιουσιών καθορίστηκαν με τον πολεοδομικό χαρακτηρισμό «Προστασία της Φύσης» και με μηδενικό συντελεστή δόμησης, εντός των οποίων απαγορεύτηκε η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Από τότε μέχρι σήμερα, συνέχισε, καμία αποζημίωση δεν έχει δοθεί στους ιδιοκτήτες, ούτε λήφθηκαν άλλα μέτρα για να αντισταθμιστεί η δέσμευση των περιουσιών, όπως η ανταλλαγή και η απαλλοτρίωση, όπως είπε.
Εκτίμησε τέλος πως αυτό που χρειάζεται η περιοχή προκειμένου να επανέλθει σε τροχιά ευημερίας, είναι πραγματικά κίνητρα που θα πείσουν τους νέους να μείνουν ή ακόμη και να επιστρέψουν στα χωριά τους, κατέληξε.