16.9 C
Paphos
Tuesday, May 7, 2024

Απειλούσε ότι θα σκοτώσει συνάδελφό του στην Πάφο επειδή… ήθελε αύξηση μισθού

Στα δικαστήρια οδηγήθηκε η αντιπαράθεση διευθυντών σε εταιρεία στην Πάφο, με ένας εξ αυτών να απειλεί τον άλλον ότι θα τον σκοτώσει, επειδή… ήθελε αύξηση του μισθού του.

Ειδικότερα, σύμφωνα με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ο ένας διευθυντής διαμένει στην Ελβετία, με την οικογένειά του, αλλά και στο Μόνακο, για την εργασία του. Χρειάζεται να ταξιδεύει συχνά στην Κύπρο, όπου είναι το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Από το 2019 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2023, ο δεύτερος ήταν διευθυντής στην ίδια εταιρεία.

Σύμφωνα με όσα κατήγγειλε ο πρώτος, κατά τους τελευταίους μήνες εργασίας του, ο δεύτερος διευθυντής επιδείκνυε εναντίον του, του προσωπικού και των συνεργατών της εταιρείας, συχνά, αντιεπαγγελματική και απρεπή συμπεριφορά, που περιλάμβανε την εργασία υπό κατάσταση μέθης. Η συμπεριφορά αυτή κλιμακώθηκε, εκφράζοντας δηλώσεις απειλητικές για τη ζωή του και των μελών της οικογένειάς του. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία, την 07.09.2023, αποφάσισε να τερματίσει την εργασία του δεύτερου διευθυντή.

Η ταχύτητα σκοτώνει

Στην απόφαση αναφέρεται ότι ο δεύτερος είχε ζητήσει αύξηση μισθού, αίτημα που δεν έγινε αποδεκτό, οπότε προέβη στις ακόλουθες ενέργειες. Λόγω της απόρριψης του αιτήματός του, απείλησε τον συνάδελφό του ότι θα του κάνει τη ζωή δύσκολη, αφήνοντας υπαινιγμούς και για την οικογένειά του. Στη συνέχεια, συνέχισε να του στέλνει επιθετικά μηνύματα, αναφέροντάς του πως θα του έκανε τη ζωή πολύ επώδυνη, βρίζοντάς τον και λέγοντάς του πως θα έρχονταν την επομένη να τον βρει και πως θα τον σκότωνε. Του ανέφερε, επίσης, πως θα του έκανε τη ζωή κόλαση και πως θα μετέβαινε στη Γενεύη, να έβρισκε αυτόν και την οικογένειά του, και θα τους σκότωνε. Συνέχισε, λέγοντας πως θα πήγαινε στο Μόνακο, όπου εργάζεται, και θα τον εξολόθρευε. Ακολούθως, τον απείλησε ρητά, μέσω μηνυμάτων, πως θα έρχονταν να τον βρει και πως θα σκότωνε τον ίδιο και την οικογένειά του. Συνέχισε, αναφέροντάς του πως, εάν δεν τον άκουγε, θα φρόντιζε να κάνει τη ζωή του πολύ επώδυνη. Έπειτα, πως θα τον καταστρέψει επαγγελματικά, θα τον τιμωρούσε, θα φρόντιζε για την οικονομική και φυσική του εξόντωση, πως είναι πλέον νεκρός, αναφέρονταν σε ακρωτηριασμούς, πως ό,τι και να κάνει, ακόμα και να τον καταγγείλει στην Αστυνομία, δεν τον νοιάζει, γιατί θα εκπληρώσει στον σκοπό του κ.λπ..

Σύμφωνα πάντα με την απόφαση, έφτασε στο σημείο να τον απειλεί ότι ήθελε ως αντίτιμο, για τη ζωή του, τους μισθούς των δύο επόμενων ετών. Κατ’ επανάληψη ανέφερε πως θα τον βρει και θα τον σκοτώσει, καθόρισε χρόνο, συχνά αναφέροντας πως θα έβρισκε και την θυγατέρα του που σπουδάζει στη Γενεύη.

Μετά τις απειλές αυτές ο διευθυντής αναγκάστηκε να αποταθεί στις Αστυνομικές αρχές στην Ελβετία, όπου διαμένει η οικογένειά του, και στην Κύπρο, όπου εργάζεται. Οι Αστυνομικές αρχές της Ελβετίας άρχισαν έρευνες, αλλά οι Αστυνομικές αρχές της Κύπρου δεν προέβησαν μέχρι στιγμής σε οποιοδήποτε διάβημα, γεγονός που, όπως ανέφερε, επιτείνει την ανάγκη απόδοσης θεραπειών από το Δικαστήριο.

Λόγω της συμπεριφοράς αυτής, το θύμα υπέστη ψυχική βλάβη, οδύνη, ανησυχία, αγωνία, δυσμενή επηρεασμό της ψυχολογικής του κατάστασης, αφού είναι πλέον τρομοκρατημένος για την ασφάλεια του ίδιου και της οικογένειάς του και αυτή η κατάσταση επιδεινώνεται με την απραξία των Αστυνομικών αρχών.

 Αναγκάστηκε να απέχει από τα καθήκοντά του που θα τον υποχρέωναν, υπό κανονικές συνθήκες, να βρίσκεται στην Κύπρο. Μπήκε στη διαδικασία να εγκαταστήσει σύστημα βιντεοεπιτήρησης και ασφάλειας στην οικία του στην Ελβετία και να υποβληθεί σε έξοδα για την αγορά προσωπικών συστημάτων ασφαλείας και επαγγελματικών υπηρεσιών.

Στη συνέχεια, μετά από αίτημα του θύματος καταχωρίστηκε έντυπο απαίτησης εναντίον του συνάδελφου του, με το οποίο αξιώνει αποζημιώσεις και απαγορευτικά διατάγματα. Προσκόμισε απεικονίσεις οθόνης συσκευής που περιέχουν σειρά μηνυμάτων που φέρονται να ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαδίκων και δείχνουν πώς άρχισε και πώς κλιμακώθηκε η μεταξύ τους ένταση και τον τρόπο έκφρασης εκάστου.

Σημειώνεται ότι για το θέμα της αποστολής μηνυμάτων, «υπάρχει έντονη επανάληψη και η επιμονή στην αποστολή τέτοιων μηνυμάτων, πολυάριθμων, με παράλληλη προσπάθεια να ξεκαθαρίσει ότι η πρόθεσή του να τον βλάψει είναι σοβαρή και ασυγκράτητη.

Όπως ανέφερε μέσα σε μια ήμερα τον απείλησε 6 φορές ότι θα τον σκοτώσει. Μέχρι την απόλυσή του, μεσολάβησαν ακόμα 34 αναφορές του πως θα σκοτώσει τον ίδιο και την οικογένειά του, μη υπολογιζόμενων των περιπτώσεων που οι απειλές του είχαν διαφορετικό αν και παρεμφερές περιεχόμενο. Μέσα από το μοτίβο αυτό, το θύμα διέκρινε την ανάπτυξη ενός θυμού, που θα μπορούσε να εκραγεί κάποια στιγμή, με υλοποίηση.

Το θύμα, εισερχόμενο σε μια τέτοια αδιέξοδη και ψυχοφθόρα διαδικασία, έδωσε στο Δικαστήριο να αντιληφθεί ότι είναι αναγκαία η παρέμβασή του, για την αντικειμενική διασφάλιση του κινδύνου που βιώνει, εφόσον κάποιες κινήσεις του ιδίου, όπως το να μεταβεί στην Κύπρο για τους σκοπούς της εταιρείας, είναι αναγκαίες, αλλά ενδεχομένως να τον καθιστούν και εύκολο στόχο για τον συνάδελφό του

Η θέση του κατηγορούμενου

Ο δεύτερος διευθυντής έφερε ένσταση στα διατάγματα του δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι «είναι προσοντούχος και έμπειρος επαγγελματίας με σημαντικές γνωριμίες. Γνωρίστηκε με το θύμα από το 2007, στο πλαίσιο επαγγελματικής συνεργασίας. Με την πάροδο των χρόνων, έγιναν και στενοί και έμπιστοι φίλοι. ΤΟ 2018, ο θύμα δέχθηκε την πρόταση κάποιου Ρώσου επιχειρηματία με Κυπριακό διαβατήριο, να αποχωρήσει από την τότε θέση του και να βοηθήσει στην ίδρυση μιας εταιρείας, την οποία να διαχειρίζεται, εκ μέρους του ιδιοκτήτη της. Σε αυτό το πλαίσιο, το θύμα τον προσέγγισε για να συνεργαστούν στο νέο εγχείρημα, κάτι που έπραξε άμεσα. Είχε εγκαταλείψει τότε την Ελβετία και τη Γαλλία, όπου διέμενε, τη δουλειά και την οικογένειά του, για να μεταβεί στην Κύπρο για τη σύσταση της νέας εταιρείας. Η εταιρεία συστήθηκε με την καθοριστική συμβολή του ιδίου, ο οποίος ήταν και πρώτος υπάλληλός της και, μέχρι την απόλυσή του, και ένας εκ των διευθυντών της, ο ανώτερος εκτελεστικός διευθυντής της και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ολόκληρου του οργανισμού. Η Κύπρος επιλέγηκε για φορολογικούς λόγους και λόγω διασυνδέσεων του ιδιοκτήτη με Κύπριο δικηγόρο».

Σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται, όλα άλλαξαν όταν «μετά την εισβολή της Ουκρανίας στη Ρωσία και την επίδρασή της στις περιουσίες των Ρώσων επιχειρηματιών, η διάθεση και συμπεριφορά του θύματος έναντι του συνάδελφού του έγινε κακή και ολοένα χειροτέρευε, γίνονταν επιθετικός, αν και ο ίδιος συνέχιζε με το ίδιο σθένος και ενθουσιασμό, προστατεύοντας τα συμφέροντα της εταιρείας».

 Υποστήριξε ότι τα μηνύματα που προσκομίζει το θύμα είναι προσεκτικά επιλεγμένα για να παρουσιάσουν συγκεκριμένη και πολύ αρνητική εικόνα στο Δικαστήριο. Θα πρέπει όμως, όπως λέει, να ιδωθούν ως τα προσωπικά μηνύματα στο πλαίσιο μιας πολυετούς σχέσης και επικοινωνίας, υπό τη δεδομένη ταραχώδη κατάσταση. Ο Εναγόμενος δεν αρνείται την αποστολή των μηνυμάτων, αλλά περιγράφει τη ψυχολογική του κατάσταση, στην οποία συνέτειναν όλα τα προαναφερόμενα. Ήταν, όπως αναφέρει, απελπισμένος, φοβισμένος και δεν ανέμενε πως ο συνάδελφός του θα τα ερμήνευε κυριολεκτικά, γνωρίζοντάς τον και υπό το σύνολο των συνθηκών».

Η απόφαση του δικαστηρίου

Στην απόφαση το δικαστήριο αναφέρει ότι «τα όσα λεπτομερώς εξέθεσε ο δεύτερος διευθυντής, δεν παραλλάζουν το όλο νόημα όσων εξ αρχής τέθηκαν από το θύμα, στη σύνοψή τους: Δύο στελέχη μιας εταιρείας, συνδιευθυντές (που, προφανώς, για να έχουν αυτή τη θέση, την απέκτησαν για κάποιους λόγους), όταν κλονίστηκαν οι σχέσεις τους για λόγους που οδήγησαν και στην απόλυση του δεύτερου (είτε νόμιμη, είτε παράνομη, δεν ενδιαφέρει).  Όποιος κι αν είναι, με οποιαδήποτε ιστορία και επιτεύγματα, οπουδήποτε, απλώς δεν επιτρέπεται να παρενοχλεί άλλα πρόσωπα. Επίσης, δεν ευσταθεί και ο λόγος ένστασης πως η μαρτυρία του ήταν αντιφατική, γενική και αόριστη, επειδή απλώς ο ίδιος εξέθεσε περισσότερες λεπτομέρειες των ίδιων γεγονότων, για τους δικούς του λόγους. Ο τρόπος που επιχείρησε να εξιστορήσει λεπτομερώς γεγονότα, προσπαθώντας να θέσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τα μηνύματα που παρουσίασε το θύμα, αλλά και για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως το θύμα μιας μεγαλύτερης κατάστασης, θα μπορούσε να συνιστά προσπάθεια να καταδείξει το εύλογο της συμπεριφοράς του, όμως δεν αναιρούν, προς το παρόν, την εκ πρώτης όψεως διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι έλαβε χώρα παρενόχληση με βάση τον Ν.114(Ι)/2021, δια των μηνυμάτων, που δεν αμφισβητείται ότι στάλθηκαν, και του περιεχομένου τους».

Συνεχίζει αναφέροντας ότι ο κατηγορούμενος, «αν και επιχείρησε να θέσει τα εν λόγω μηνύματα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, δεν εξέθεσε στο Δικαστήριο κάποια εκτενέστερη επικοινωνία, μέρος της οποίας ήταν τα εν λόγω μηνύματα, ώστε να ερμηνεύεται πως λ.χ. το «I will kill you» είναι έκφραση συνηθισμένη στις αναμεταξύ τους συνομιλίες, με άλλο νόημα, επομένως το θύμα δεν θα πρέπει λογικά να ανησυχεί και να φοβάται».

Καταλήγει αναφέροντας ότι «επειδή έχει διαπιστωθεί εκ πρώτης όψεως διάπραξη παρενόχλησης και είναι ακόμα αναγκαίο και επιθυμητό να υπάρχουν τα προσωρινά διατάγματα που εκδόθηκαν για την προστασία του θύματος δεν διαφοροποιήθηκε αυτή η εκ πρώτης όψεως διαπίστωση και δεν έχει καταδειχθεί λόγος ακύρωσής τους ή τροποποίησής τους, εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου τα προσωρινά διατάγματα καθίστανται απόλυτα ως έχουν εκδοθεί και ισχύουν μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου».

Πηγή: sigmalive

Support Local Business

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ