Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας («ΕΔΔ») απευθύνει ανοικτή επιστολή προς την Εκτελεστική και Νομοθετική εξουσία, τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τους Κύπριους ευρωβουλευτές, την Επίτροπο Νομοθεσίας, τα πολιτικά κόμματα και κάθε αρμόδιο όργανο, πρόσωπο ή οργάνωση, και τους καλεί να τοποθετηθούν με σαφήνεια κατά των προνοιών στο Αρ.4(2) του προτεινόμενου Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση κοινού πλαισίου για τις υπηρεσίες μέσων ενημέρωσης στην εσωτερική αγορά (Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης) και την τροποποίηση της οδηγίας 2010/13/ΕΕ.
Στο βαθμό και στην έκταση που οι συγκεκριμένες πρόνοιες αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο παρακολούθησης παρόχων υπηρεσιών ενημέρωσης, δημοσιογράφων και άλλων υπαλλήλων, μελών της οικογένειας ιδιοκτητών παρόχων, μελών οικογενειών δημοσιογράφων και άλλων υπαλλήλων τους ή σε άλλες συναφείς ενέργειες, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες και μη συνάδουσες με τις αρχές που ο ίδιος ο προτεινόμενος Κανονισμός υποτίθεται ότι επιδιώκει να υπηρετήσει, σε σχέση με την προστασία της ελευθερίας του Τύπου και της πολυφωνίας.
Οι αρχές της ανεξαρτησίας των μέσων και των δημοσιογράφων, του απορρήτου της επικοινωνίας, της εργασίας και της προστασίας των πηγών των δημοσιογράφων, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για τη λειτουργία των παρόχων υπηρεσιών ενημέρωσης, καθώς και την υλοποίηση της αποστολής τους για ενημέρωση των πολιτών.
Η ΕΔΔ θεωρεί ότι η γενική επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, στον υπό εξέταση Κανονισμό, και η προφανής σύγχυση της προσωπικής ιδιότητας ατόμου με την ιδιότητα του ως ιδιοκτήτη παρόχου υπηρεσιών ενημέρωσης ή υπαλλήλου σε αυτό, καθώς και η εμπλοκή του ίδιου μέσου ενημέρωσης, δεν δύναται να αποτελέσει νομική βάση ή αξιακό υπόβαθρο για μια τέτοια εκτροπή στο συγκεκριμένο νομοθέτημα.
Παράλληλα, η ΕΔΔ χαιρετίζει την σημερινή παρέμβαση για το θέμα του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και την οποία ως προς την ανάλυση της προστασίας του απορρήτου και των πηγών πληροφόρησης υιοθετούμε καθ’ ολοκληρίαν.
Στην ισχύουσα έννομη τάξη, η δυνατότητα παρακολούθησης προσώπου έχει ήδη εισαχθεί στη βάση του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν.13(Ι)/2020.
Η δραστική και κατ’ εξαίρεση δυνατότητα παρακολουθήσεων αφορά άτομα υπό την προσωπική τους ιδιότητα και η διενέργεια της γίνεται υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με σχετικό δικαστικό διάταγμα κατόπιν σχετικής αίτησης. Ήδη η υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε θεσμικούς φορείς, αλλά και οι ανησυχίες για την πολιτική ή πολιτειακή παρέμβαση σε άλλα κέντρα άσκησης αρμοδιότητας και εξουσίας καθιστούν τις υφιστάμενες ρυθμίσεις αμφιλεγόμενες.
Επιπρόσθετα, η διασύνδεση τέτοιων εργαλείων μέσω της προτεινόμενης Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας με μέσα, ιδιοκτήτες, δημοσιογράφους ή άλλους υπαλλήλους αυτών ή με μέλη των οικογενειών τους είναι ακατανόητη, δυσανάλογη και απορριπτέα υπό τις περιστάσεις αφού διαγράφει τη γραμμή μεταξύ της προσωπικής ιδιότητας ατόμου με αυτήν του ιδιοκτήτη ή υπαλλήλου μέσου ενημέρωσης.
Η ΕΔΔ επιθυμεί να φέρει εις γνώσιν όλων των αρμοδίων, ότι τυχόν εμμονή σε υπερψήφιση των εν λόγω προτεινόμενων διατάξεων στο Αρ.4(2) του προσχεδίου Κανονισμού από τα συντεταγμένα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα μας υποχρεώσει όχι μόνο να κινηθούμε για την ανατροπή του Κανονισμού αλλά και για τροποποίηση της υφιστάμενης ημεδαπής Νομοθεσίας για τις παρακολουθήσεις, με ρητή εξαίρεση των μέσων, ιδιοκτητών, δημοσιογράφων και άλλων υπαλλήλων τους από τις σχετικές διατάξεις.
Περαιτέρω, σας ενημερώνουμε ότι η ΕΔΔ έχει αποφασίσει τη διενέργεια εκστρατείας ενημέρωσης του κοινού, σε πλήρη συνεννόηση με τους Φορείς που την αποτελούν, για τον προτεινόμενο Κανονισμό και για την στάση των εγχώριων φορέων αρμοδιότητας και εξουσίας για τις επίμαχες πρόνοιες του.