του Χρήστου Χαλικιόπουλου
Ήταν η εποχή που ο αετός πέθαινε στον αέρα, by Notis. Η εποχή που ο Notis ενδεδυμένος έναν λαμέ κουτσαβακισμό με μυτερή φαβορίτα και ψαρωτικό στιλάκι γέμιζε με αφίσες τους δρόμους της ελληνικής επαρχίας, γέμιζε τα στάδια, πλημύριζε τις αρένες της αθηναϊκής νύχτας. Η εποχή του λάιφ –στάιλ, του Κλικ, του Κωστόπουλου. Μια κλίκα νέο-γιάπιδων έδινε τον ρυθμό, καθόριζε την κυρίαρχη χαβαλεδιάρικη αισθητική. Η ζωή, λέει, ήταν μια κρουαζιέρα με το κότερο στην Μύκονο, με κάτι μοντέλες να λικνίζονται στην κουπαστή. Η ζωή ήταν κάτι τηλεοπτικά πλατό όλο φρου-φρου κι αρώματα, γεμάτα αθύρματα, ξέκωλα, αστροπελέκια της νύχτας, με τη Ρούλα Κορομηλά να φεύγει το μάτι της μια δω μια κει. Ήταν η εποχή της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη. Κι ο αετός τραβούσε καρφωτός κι αγέρωχος μέσα στην παρακμή του, χτυπώντας και ολυμπιάδα, άμα λάχει, που λέει και το τραγούδι. Ήταν η εποχή που οι μπεκάτσες και τα γλαρόνια παρίσταναν τους αετούς.
Πληρώνουμε αυτήν την εποχή. Έτσι, όπως πληρώνουν οι λαοί όλες τις εποχές που αφήνουν τα λαμόγια να μετατρέπονται σε «πρεσβευτές» του πολιτισμού τους. Μετά περνά πιο εύκολα το παραμύθι. Το παραμύθι του ζαμανφουτίστα και του χαβαλεδιάρη. Το παραμύθι του τεμπέλη Έλληνα, που τα σπάει κάθε βράδυ στα μπουζούκια, που κάθεται και τρώει τα λεφτά που του στέλνουν οι Ευρωπαίοι, όντας «αετός» κι ανοιχτομάτης και πονηρός. Κι όταν επέλθει το πλήρωμα του χρόνου, πλακώνουν οι πραγματικοί ανοιχτομάτηδες, τα γεράκια και τα μελανά κορακοειδή με τα γαμψά νύχια και σε λιανίζουν κανονικά και μετατρέπουν τη χώρα σε προτεκτοράτο του κ. Σόιμπλε και της κ. Μέρκελ. Και εσύ, πατημένος στο λαιμό, στον πάτο του βαρελιού, ξεπουλάς λιμάνια και αεροδρόμια, για ένα καρβέλι ψωμί. Ψηφίζεις «όχι» και σου βγαίνει «ναι». Σου υπόσχονται νταούλια και χορούς και τελικά χορεύεις εσύ με τον χαλκά στη μύτη, πάνω στο ταψί. Κάπως έτσι, εάλω η πόλις, από πολιτισμικής άποψης, διότι όταν αφήνεις τον πολιτισμό σου στα φρόκαλα, κάποια στιγμή θα σου έρθει και ο λογαριασμός, η «λυπητερή». Κι άντε, τώρα κατακαημένε Χατζηαβάτη μου, να κλαίγεσαι στις λαϊκές και στα πεζοδρόμια και να τους βρίζεις, γιατί θέλουν να σου πάρουν τη σύνταξη στα 180 ευρώ. Κι άντε επίσης να κάθεσαι να ακούς και τον μαδημένο «αετό» να λέει μπαρούφες και το πόσο Έλληνας είναι και να κατηγορεί τους πρόσφυγες από τη Συρία ως ριψάσπιδες, ότι έρχονται και του «βιάζουν την πατρίδα» με φουλαρισμένες τις τσέπες πεντακοσάευρα.
Κάπως έτσι λοιπόν ο Notis και ο κάθε Notis. Μια φασίζουσα νοοτροπία, μια ψευτομαγκιά, που προσπαθεί να προκαλέσει, να κάνει κρότο. Ενας ρατσισμός που κάνει «πόρτα» στα κλαμπ της Μυκόνου. Ο Notis και ο κάθε Notis, αφορμή και για τους «πολίτικακ-κορέκτ» του «Μένουμε Ευρώπη», να βγουν από την βουβαμάρα τους. Ε ναι, διαφορετικό πράγμα να καταγγέλλεις τους ευρωφασίστες, που δηλώνουν δημοκράτες, αλλά γεμίζουν συρματοπλέγματα τα σύνορα, αμπαρώνουν τις χώρες τους, ψηφίζουν νόμους για τα τιμαλφή των προσφύγων και διαφορετικό να καταγγέλλεις τις σαχλαμάρες του Σφακιανάκη. Είναι άλλο να πεις, ότι οι δεξιές-ακροδεξιές κυβερνήσεις της Ευρώπης εκφασίζουν όλο και περισσότερο, μέρα με την ημέρα τη γηραία ήπειρο και άλλο να πεις ότι ο Σφακιανάκης φλερτάρει τη Χρυσή Αυγή. Το ένα έχει να κάνει με το «ελληναράδικο» παραλήρημα ενός καψουρο-αοιδού σε πορεία απόσυρσης, που στην προσπάθεια του να κάνει παιγνίδι έξω από τα στιχάκια του, λέει ανοησίες. Το άλλο θέλει μεγαλύτερη προσπάθεια. Θέλει ποδοπάτημα ευρω-λιγούρικων μυθευμάτων. Θέλει ταξική οπτική γωνία. Πρέπει να πεις τα πράγματα με το όνομά τους, για την ευρωπαϊκή οικονομική ελίτ, τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που ισοπεδώνουν χώρες, που ξεκληρίζουν λαούς, που τους μετατρέπουν σε πρόσφυγες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε πνιγμένους στα νερά του Αιγαίου. Πρέπει να μιλήσεις για τα πολιτικά τσιράκια αυτής της ελίτ, το ιερατείο των Βρυξελλών, να μιλήσεις για τις νατοϊκές φρεγάτες και τα ελικόπτερα που κάνουν παιγνίδι με τον σουλτάνο της Άγκυρας στο Αιγαίο. Μπροστά σ’ αυτούς ο Notis είναι απλώς ένα ψοφοπούλι που λέει ανοησίες στον αέρα.