της Λουίζας Πιερίδου
* Εκπαιδευτικος με μεταπτυχιακο τιτλο στην εκπαιδευτικη ψυχολογια
Ένα παιδί που παρουσιάζει σχολική φοβία, συνήθως τα πρωινά πριν πάει σχολείο, είναι ένα άσχημο θέαμα. Είναι χλωμό, σιωπηλό και αρνείται να πιεί το γάλα του και να προγευματίσει. Τρέχει να πάει να κάνει εμετό ή να πάει τουαλέτα και όσο πλησιάζει η ώρα του σχολείου αγχώνεται περισσότερο, κλαίει και κατηγορεί τους γονείς του. Παρουσιάζει όλα τα συμπτώματα του έντονου φόβου. Αν μείνει στο σπίτι αισθάνεται ανακούφιση και επιστρέφει στις φυσιολογικές του δραστηριότητες. Σύμφωνα με τους Wenar και Kerig (2000), η σχολική φοβία ορίζεται ως ένας παράλογος φόβος κάποιας πτυχής του σχολικού περιβάλλοντος που συνοδεύεται από φυσιολογικά συμπτώματα πανικού ή άγχους με συνέπεια τη μερική ή συνολική αδυναμία παρακολούθησης του σχολείου.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η σχολική φοβία οφείλεται σε φόβο αποχωρισμού από το πρόσωπο φροντίδας και όχι από κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του σχολείου. Κάποιοι πρότειναν την αντικατάσταση του όρου «σχολική φοβία» με τον όρο «σχολική άρνηση» ο οποίος σχετίζεται με την εναντιωματική διαταραχή ή την κατάθλιψη. Σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς η μέση ηλικία έναρξης της σχολικής φοβίας στην οποία ο αποχωρισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα, είναι κάτω των 10 ετών. Όταν το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η άρνηση, η μέση ηλικία έναρξης είναι άνω των 10 ετών.
Τα πιο συνηθισμένα προκλητικά γεγονότα η αλλαγή σχολείου, η γονική ασθένεια ή θάνατος και η παραμονή στο σπίτι λόγω ασθένειας ή ατυχήματος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει λόγος έναρξης. Τα αγόρια περνούν αριθμητικά τα κορίτσια και τα παιδιά ανήκουν στην υψηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη. Σύμφωνα με τους Blagg και Yule (1994), η σχολική φοβία στην παιδική ηλικία αυξάνει τον κίνδυνο αγχωδών και καταθλιπτικών διαταραχών στην ενήλικη ζωή.
Η καλύτερη λύση είναι οι γονείς να απευθυνθούν άμεσα σε ειδικό. Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να ενημερώσει αρχικά για το πρόβλημα, να αναλύσει τα συμπτώματα και να εντοπίσει την πηγή του, ώστε να βοηθήσει στην επίλυσή του. Το παιδί πρέπει να συνεχίσει το σχολείο γι αυτό και η παρέμβαση πρέπει να είναι γρήγορη και αποτελεσματική. Η συνεργασία του ειδικού με το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον είναι απαραίτητη. Γονείς όσο και δάσκαλοι πρέπει να παρατηρήσουν προσεκτικά το παιδί και να καταγράψουν τη συμπεριφορά του και τα αίτια που την προκαλούν ενώ ο ειδικός θα εστιάσει την προσοχή του στη μείωση του άγχους και των φοβικών συμπτωμάτων που το βασανίζουν, θα το ενισχύσει θετικά και θα προετοιμάσει τη σταδιακή επιστροφή του στο σχολείο. Η παρέμβαση μέσα από την οικογενειακή ψυχοθεραπεία είναι σημαντική γιατί το παιδί νιώθει ότι απενεχοποιείται αφού έχει ευθύνη όλη η οικογένεια και όχι μόνο αυτό. Όλη η οικογένεια συνειδητά με κατανόηση, υπομονή και επιμονή θα πρέπει να συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος
Ένα αμφισβητούμενο θέμα που αφορά όλες τις ψυχοθεραπείες είναι το πόση πίεση πρέπει να ασκείται στο παιδί για να επιστρέψει στο σχολείο. Μερικοί θεραπευτές θεωρούν την άμεση επιστροφή αναγκαία ενώ άλλοι συστήνουν την εναρμόνιση του χρόνου επιστροφής με τη θεραπευτική πρόοδο. Σύμφωνα με τους Klein και Last (1989), και οι δύο διαδικασίες είναι επιτυχείς αλλά παρακάμπτεται το πρόβλημα εγκατάλειψης του σχολείου όταν το παιδί επιστρέψει αμέσως στο σχολείο. Υπάρχει μια γενική συμφωνία ότι το παιδί πρέπει να επιστρέψει όσο πιο σύντομα γίνεται, έστω και για μια σύντομη χρονική περίοδο.