Η ανέγερση πολυώροφων κτηρίων, όπως η κάθε πολεοδομική τάση και η κάθε μορφή ανάπτυξης, πέρα από τη χωροταξική/περιβαλλοντική της πτυχή, εμπεριέχει μια εξίσου σημαντική και βαρύνουσα οικονομική -κοινωνική πτυχή, η οποία δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα στα μεγάλα αστικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και κυρίως στο Σικάγο και στη Νέα Υόρκη, είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τα πρώτα πολυώροφα κτήρια, οι γνωστοί «ουρανοξύστες» . Το βασικό κίνητρο πίσω απ’ αυτή την τάση, ήταν η αντιμετώπιση της ελλιπούς προσφοράς γης στα αστικά κέντρα, η οποία δεν αρκούσε να αντιμετωπίσει την αυξημένη ζήτηση τόσο για προσιτές κατοικίες (για τον αυξανόμενο πληθυσμό, που αποτελείτο κυρίως από εργατικό δυναμικό), όσο και για προσιτές και επαρκείς επαγγελματικές στέγες, για τις συνεχώς εκκολαπτόμενες και αναπτυσσόμενες τότε επιχειρήσεις των Η.Π.Α.
Στη δική μας όμως περίπτωση, η οικονομική – κοινωνική διάσταση της έξαφνης αυτής εμφάνισης πολυώροφων κτηρίων στα αστικά κέντρα της Κύπρου, λειτουργεί κατά το δοκούν και δεν είναι τόσο ξεκάθαρη ως προς τα κριτήρια στα οποία εδράζεται. Επίσης η ευρύτερη δραστηριότητα που προκύπτει από την εν λόγω τάση, δεν διαφαίνεται να είναι κοινωνικά επωφελής για τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, ούτε να διορθώνει στρεβλώσεις και ελλείψεις στην αγορά ακινήτων. Τις οποίες στρεβλώσεις μάλιστα, διογκώνει, δεδομένου ότι δεν υποβοηθά την προσφορά πιο προσιτών κατοικιών για τον τοπικό πληθυσμό, αλλά πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Με άλλα λόγια δηλαδή, βλέπουμε το όνειρο για εξασφάλιση μιας στέγης να γίνεται όλο και πιο άπιαστο, για μια συνεχώς αυξανόμενη μερίδα του πληθυσμού και να γίνεται ταξικό προνόμιο για τους ολίγους, ενώ κανονικά η διόγκωση της προσφοράς ακινήτων θα έπρεπε να επιφέρει ανάλογη μείωση και στις τιμές.
Στον αντίποδα, το υφιστάμενο κύμα ψηλών/πολυώροφων κτηρίων στην Κύπρο, φαίνεται να είναι επωφελής αποκλειστικά για μια πολύ μικρή μερίδα Κυπρίων και κυρίως μια μικρή ομάδα από επιχειρηματίες, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια αμφιλεγόμενη προσφορά/αγορά ακινήτων, που απευθύνεται κυρίως σε ξένους επενδυτές οι οποίοι προφανώς, μεταξύ άλλων να «ξεπλένουν» χρήμα ή/και να επιδιώκουν να πάρουν ως αντίδωρο την ευρωπαϊκή υπηκοότητα.
Εν κατακλείδι, μια πόλη στην ιδεατή της μορφή, δεν πρέπει απλά να ικανοποιεί οπτικά και αισθητικά ,τους κατοίκους της, αλλά και να υποβοηθά την καλύτερη διαβίωση και την πιο ευοίωνη προοπτική του γενικού (και τονίζω τη λέξη), πληθυσμού. Επιπλέον, ο οπτικός, αλλά και ο ουσιαστικός κοινωνικός-οικονομικός χαρακτήρας μιας πόλης δεν μπορεί να είναι έρμαιο ούτε των συμφερόντων των ολίγων και των οικονομικά ισχυρών, άλλα ούτε και της οποιασδήποτε κοντόφθαλμης και ξεκάθαρα καιροσκοπικής κυβερνητικής πολιτικής, η οποία προσδοκεί το εύκολο κέρδος/«fast cash», προς την γρήγορη, πλην πρόσκαιρη και χωρίς όραμα και στρατηγικό ορίζοντα, κάλυψη δημοσιονομικών στόχων.
Χάρης Φ. Σοφοκλέους
Κοινωνικός Επιστήμονας – Σύμβουλος Εταιρικής Επικοινωνίας- Ερευνητής