της Τζούλης Χρήστου
Να που η μοίρα με έφερε για άλλη μία φορά να γράφω ένα τέτοιο κείμενο για ένα πολύ δικό μου άνθρωπο. Δεν είναι έτσι που τα είχα φανταστεί όταν επέλεγα αυτό το επάγγελμα. Δεν μου τα είχαν πει έτσι. Μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της δουλειάς μας είναι αυτή. Ποιος ξέρει; Μπορεί αποτυπώνοντας τον πόνο στο χαρτί και μοιραζόμενός τον, να μπορέσεις να τον αντιμετωπίσεις.
Μου έλεγες πάντα ότι μου είχες εμπιστοσύνη σε ότι και να έγραφα. Όχι, όμως έτσι ρε Αρθούρε. Λάθος τα υπολογίσαμε. Αυτό το κείμενό μου σίγουρα δεν θα το ενέκρινες. Μακάρι να το έσκιζες και να το πετούσες στον κάλαθο. «Τι γράφεις ρε; Πας καλά; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα».
Δεν ήμουνα καλά εκείνη τη μέρα, ούτε τις προηγούμενες. Έγινε χειρότερο όμως την ώρα που κατευθυνόμουν στο σημείο όπου τυχαία άκουσα την είδηση και δεν ήθελα να την δεχτώ, αν και ήταν επιβεβαιωμένη. Η λογική μου αντιδρούσε. «Ποιος Άθως;». Ήμουνα σίγουρη ότι μου μιλούσαν για άλλο Άθω, αφού ο δικός μας ήτανε καλύτερα.
Ακόμα νομίζω ότι θα ανοίξω το facebook ή το κινητό και θα βρω άλλη μια ανάρτηση ή ένα μήνυμα δικό σου. Κι όμως … σιωπή. Σήκω ρε Άθω. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Εσύ ποτέ δεν καθόσουνα σε ησυχία. Πώς το ανέχεσαι τώρα; Άντε, έχεις ρεπορτάζ.
Δεν γίνεται να είναι αλήθεια. Κάποιος εφιάλτης θα είναι και θα ξυπνήσω, κάποιο από τα χοντροκομμένα αστεία σου. «Μην κλαις. Δεν θα με ξεφορτωθείτε τόσο εύκολα». «Τι γελάς ρε; Κάνουνε πλάκες με αυτά;».
Μεγάλο το ταξίδι που ξεκίνησες και πας. Έτσι ήσουν πάντα. Μπροστάρης, ασυμβίβαστος, βιαστικός, αυθόρμητος. Σε περιμένουν ο Δημήτρης σου, ο Στελλάρας μας και ο Λίλλης μας, να λέτε τα δικά σας, να κάνετε τις πλάκες σας, όπως τότε στο γραφείο, στα χρόνια τα καλά.
Ήθελες όσο τίποτα να γυρίσεις. Να που γύρισες. Για πάντα. Χωρίς κανένας να μπορεί να σε ξενιτέψει ξανά. Καλό σου ταξίδι Αρθούρε μου. Να είσαι καλά όπου και αν είσαι.