Ο Σύνδεσμος Κυπρίων Αρχαιολόγων, στα πλαίσια του καταστατικού του ρόλου εκφράζει την αντίθεση και την απογοήτευσή του σε σχέση με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αποχαρακτηρισμό του Αρχαίου Μνημείου Β΄ Πίνακα, που αφορά τον αρχαιολογικό χώρο στο τεμάχιο 223, Φ.Σχ. 51/27 Ε1-51/27 Ε2 στη Γεροσκήπου.
Σε γραπτή του ανακοίνωση ο Σύνδεσμος αναφέρει, πως πέραν του νομικού ζητήματος ερμηνείας του Συντάγματος, το οποίο κατά την άποψή του, ίσως επιδέχεται διαφορετικής ανάγνωσης, με την απόφαση αποχαρακτηρισμού, η εφεξής διαχείριση της εκκλησιαστικής πολιτιστικής κληρονομιάς, αντί να ενδυναμωθεί, αποδυναμώνεται.
Επιπρόσθετα αναφέρει πως πολλά εκκλησιαστικά μνημεία που υπάρχουν σε δεκάδες κοινότητες της Κύπρου συντηρούνται και το 50% των εξόδων καταβάλλεται από το Κράτος, ακριβώς επειδή είναι κηρυγμένα Αρχαία Μνημεία.
Τυχόν αποχαρακτηρισμός τους, στη βάση της γνωμάτευσης της Γενικής Εισαγγελίας, θα αποτελέσει, σημειώνει ο Σύνδεσμος, ανεπανόρθωτο πλήγμα τόσο στα ίδια τα μνημεία όσο και στις κοινότητες στις οποίες εντάσσονται.
Ο Σύνδεσμος Κυπρίων Αρχαιολόγων παράλληλα, αξιώνει, όπως τύχει σεβασμού ο Περί Αρχαιοτήτων Νόμος, όπου αναφέρεται ρητά και με σαφήνεια ότι όλες «οι αρχαιότητες που δεν ανακαλύφτηκαν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου σε ή πάνω από οποιαδήποτε γη θα αποτελούν ιδιοκτησία της Κυβέρνησης».
Καλεί παράλληλα το Υπουργικό Συμβούλιο και τον Γενικό Εισαγγελέα είναι όπως επανεξεταστεί η ερμηνεία του Συντάγματος σε ό,τι αφορά το λεπτό αυτό σημείο, ούτως ώστε η προστασία των αρχαιοτήτων να συνάδει με το σύγχρονο πνεύμα που διέπει τον Περί Αρχαιοτήτων Νόμο, την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία, καθώς και τις Διεθνείς Συμβάσεις που η Κύπρος έχει προσυπογράψει.
Ο Σύνδεσμος Κυπρίων Αρχαιολόγων σημειώνει ακόμη πως δεν αποδέχεται καμία έκπτωση σε ό,τι αφορά την προστασία αρχαιοτήτων, και πως όταν πλήττεται ο πολιτισμός, πλήττεται η ίδια η δημοκρατία, καταλήγει.
Πηγή: ΚΥΠΕ